Σικελῶν

Σικελῶν
Σικελός
Sicilian
fem gen pl
Σικελός
Sicilian
masc/neut gen pl
Σικελοί
Sicilian
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Παλική — Πόλη στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Σικελίας, κοντά στη λίμνη Παλικοί, που ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία των δίδυμων θεών Παλικών. Η πόλη ιδρύθηκε το 453 π.Χ. από τον αρχηγό των ιθαγενών Σικελών, Δουκέτιο, που την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο… …   Dictionary of Greek

  • Ietas — (or Iaitas or Iaeta or Ietae or Jetae),[1] was an ancient town of the interior of Sicily, in the northwest of the island, not very far from Panormus (modern Palermo), in the modern comune of San Giuseppe Jato whose name reflects the ancient town… …   Wikipedia

  • GALEOTAE — I. GALEOTAE Graece Γαλεῶται, Steph. μάντεως εἶδος Σικελῶν, Vates quidam in Sicilia: portentorum Interpretes sollertissimi: quibusdam dicti videntur ab animali cognomine, Stellione Latinis, Plin, l. 30. c. 10. quoniam nullum animal frandulentius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GELA — Fazello Alicata, celebris urbs Siciliae ad amnem cognom. Eam Rhodii, Antiphemo, et Cretenses, Etimo duce, communi operâ condidêrunt An. 45. post Syracusas. Hinc pop. Gelenses, Cic. Gelani, Plin. l. 3. c. 8. Geloi Virg. Aeu. l. 3. v. 701. Apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SALMON — I. SALMON civitas Cretae maritima. Actor. c. 27. v. 7. Graeto Σαλμώνη. Hinc Salmonium, promunt. Cretae. Dionysius, Ε᾿κ δ᾿ ὀρέων Σικελῷν Κρήτης ἀναπέπταται οἶδμα Μακρὸν ἐπ᾿ ἀντολίην Σαλμονίδος ἀχρὶ καρήνου, Η῝ν Κρήτης εν έπουσιν ἐώϊον ἔμμεν αι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZANCLE — I. ZANCLE Siciliae urbs, in penitissimo Pelori sinu, postea a Messeniis instaurantibus Messana appellata: licet alii diversam a Messana faciant: Zancle enim ab Anaxila Rheginorum tyranno eversa, non longe. Omnium Siciliae urbium fuit longe… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νήστις — Νῆστις, ἡ (Α) θεότητα τών Σικελών ως προσωποποίηση τού στοιχείου τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με την λ. νήστις «νηστικός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι προέρχεται από έναν ΙΕ τ. *nēd ti s και συνδέεται με τη λ. Νέδα*, ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • επονομάζω — (AM ἐπονομάζω) δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῡ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.) αρχ. 1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”